εὐθυσκόπος

εὐθυσκόπος
εὐθυ-σκόπος, ον,
A seeing straight, Hsch. s.v. οὐκ εὐθυσκόπου.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευθύσκοπος — η, ο και ευθυσκόπος, ο (Α εὐθυσκόπος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει κατευθείαν 2. αυτός που βάλλει, που χτυπάει εύστοχα («ευθύσκοπο όπλο») αρχ. αυτός που βλέπει κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι «ρίχνω το… …   Dictionary of Greek

  • εὐθυσκόπου — εὐθυσκόπος seeing straight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ευθυσκοπώ — (Α εὐθυσκοπῶ, έω) [ευθυσκόπος] 1. βλέπω, παρατηρώ κάτι κατευθείαν 2. σκοπεύω με επιτυχία, ευστοχώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”